- εναποδείκνυμαι
- ἐναποδείκνυμαι (Α)(το ενεργ. ἐναποδείκνυμι σπάνιο)1. επιδεικνύω κάτι, εκδηλώνω ορισμένη διάθεση απέναντι σε κάποιον («τούτοις τήν μεγίστην οικειότητα ἐναπεδείξαντο», Πολύβ.)2. αναδεικνύομαι μεταξύ άλλων, διακρίνομαι («οὐδένες ἐόντες ἐν οὐδαμοῑσι ἐοῡσι Ἕλλησι ἐναπεδεικνύατο», Ηρόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.